- καταγλώττισμα
- καταγλώττισμα, τὸ (Α) [καταγλωττίζω]1. λάγνο φίλημα με το άκρο τής γλώσσας2. σπάνια και εξεζητημένη φράση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγλώττισμα — lascivious kiss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλωττισμάτων — καταγλώττισμα lascivious kiss neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλωττίσματα — καταγλώττισμα lascivious kiss neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α) ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)] … Dictionary of Greek
καταγλωττισμός — καταγλωττισμός, ὁ (Α) [καταγλωττίζω] το καταγλώττισμα* … Dictionary of Greek